- ανθοστολίζω
- μετ. украшать цветами
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανθοστολίζω — στολίζω, διακοσμώ με λουλούδια … Dictionary of Greek
ανθοστολίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος, στολίζω με λουλούδια: Τη Μ. Πέμπτη ανθοστόλισαν τον Επιτάφιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
διανθίζω — (AM διανθίζω) 1. ανθοστολίζω, διακοσμώ με άνθη 2. διακοσμώ με κεντήματα, δαντέλες ή πολύτιμους λίθους 3. εμπλουτίζω τον λόγο με εντυπωσιακές εκφράσεις, ρητορικά σχήματα ή παραθέματα από άλλους συγγραφείς, γνωμικά, παροιμίες κ.λπ … Dictionary of Greek
επανθίζω — (Α ἐπανθίζω) στολίζω με άνθη, ανθοστολίζω, δίνω ανθηρό χρώμα, πλουμίζω, στολίζω, διανθίζω («χρώμασιν ἐπηνθισμένον τὸν βασιλέα», Διόδ.) αρχ. ποικίλλω («ἰὼ πολλοῑς ἐπανθίσαντες πόνοισι γενεάν», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek